βραδύκαυστος
Смотреть что такое "βραδύκαυστος" в других словарях:
βραδύκαυστος — η, ο ο βραδυφλεγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + καυστός < καίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
βραδύκαυστος — η, ο αυτός που καίγεται σιγά σιγά, ο βραδυφλεγής: Τα βραδύκαυστα μείγματα απελευθερώνουν ενέργεια σταδιακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek